παρασιώπηση

παρασιώπηση
η / παρασιώπησις, -εως, ΝΑ [παρασιωπώ]
(ρητ.) σχήμα λόγου κατά το οποίο αποφεύγει κανείς σκόπιμα να αναφέρει κάτι, αποκρύπτοντας το, με τρόπο που να παρακινεί την προσοχή τών άλλων πάνω σ' αυτό
νεοελλ.
1. αποσιώπηση
2. γλωσσ. γλωσσικό φαινόμενο ταυτόσημο με την αφαίρεση, κατά το οποίο γίνεται έκπτωση τού αρχικού φωνήεντος μιας λέξης, π.χ. πήγα αντί επήγα
3. φρ. «παρασιώπηση εγκλήματος»
(ποιν. δίκ.) η παράλειψη έγκαιρης αναγγελίας στην αρμόδια αρχή σχεδιαζόμενου ή ήδη πραγματοποιούμενου και όχι «τετελεσμένου» κακουργήματος, ως πλημμέλημα γνήσιας παραλείψεως στις περιπτώσεις στις οποίες την υποχρέωση αυτή επιβάλλει ο νόμος και η οποία τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι τριών ετών, ενώ εξαιρούνται τής ποινής όσοι παραλείπουν να αναγγείλουν στην αρχή κακουργήματα που σχεδιάζονται ή εκτελούνται από οικείους τους
αρχ.
μτφ. α) αναβολή, ανακοπή
β) διακοπή, διάλειμμα, ανάπαυλα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • παρασιώπηση — η σκόπιμη παράλειψη, αποσιώπηση: Η παρασιώπηση της αρρώστιας του κοριτσιού στο γάμο αυτόν ήταν βαρύ σφάλμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παρασιωπήσῃ — παρασιωπήσηι , παρασιώπησις passing over in silence fem dat sg (epic) παρασιωπάω pass over in silence aor subj mid 2nd sg (attic ionic) παρασιωπάω pass over in silence aor subj act 3rd sg (attic ionic) παρασιωπάω pass over in silence fut ind mid… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • απάτη — I Όρος ο οποίος στηνομική γλώσσα δηλώνει την αθέμιτη συμπεριφορά ενός υποκειμένου, η οποία οφείλεται στην πρόθεση να κατακτήσει δικαιώματα τρίτων ή να αποφύγει την εφαρμογή ενός νομικού κανόνα. Στο δίκαιο, η α. εκτός του ότι είναι συμπεριφορά… …   Dictionary of Greek

  • παράλειψη — η / παράλειψις, είψεως, ΝΑ [παραλείπω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού παραλείπω, η αγνόηση ή παράβλεψη από σκοπιμότητα ή από αμέλεια 2. παρασιώπηση 3. σχήμα λόγου κατά το οποίο ένα γεγονός αποσιωπάται προκειμένου να δοθεί ιδιαίτερη σημασία… …   Dictionary of Greek

  • ψευδομαρτυρία — η, ΝΜΑ, και διαλ. τ. ψευτομαρτυριά Ν [ψευδομαρτυρῶ] 1. (νομ.) η εν γνώσει κατάθεση ψευδών στοιχείων ως αληθών ή η παρασιώπηση και ελλιπής κατάθεση τής αλήθειας από μάρτυρα (α. «θα διωχθεί για ψευδομαρτυρία» β. «ἐκ γὰρ τῆς καρδίας ἐξέρχονται… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”